ιδεαλιστής — ο θηλ. ιδεαλίστρια, η 1. ο οπαδός τού ιδεαλισμού 2. αυτός που πιστεύει σε ιδανικά και ρυθμίζει τις επιδιώξεις του ανάλογα με αυτά. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. είναι αντιδάνεια ως προς το θέμα της (ιδε ), πρβλ. γαλλ. idealiste < γαλλ. ideal (< λατ. ide… … Dictionary of Greek
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
εμπειρισμός — Φιλοσοφική θεωρία που δέχεται ότι πηγή κάθε γνώσης και κριτήριο της αλήθειας είναι η εμπειρία και τα άμεσα δεδομένα της, ενώ απορρίπτει την ιδέα ότι η γνώση μπορεί να καθοριστεί με αφετηρία την ανάλυση των λογικών κατηγοριών και μόνο. Έτσι,… … Dictionary of Greek
ιδέα — Φιλοσοφική έννοια. Κατά την πρωταρχική της έννοια σημαίνει την ορατή μορφή, την όψη. Κατ’ επέκταση, ο όρος αναφέρεται γενικά στη μορφή, στο είδος και στο γένος. Στην καθημερινή χρήση της, η λέξη ι. υπονοεί καθετί που υπάρχει στον ανθρώπινο νου… … Dictionary of Greek
ιδεαλιστικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ιδεαλιστή ή στον ιδεαλισμό («ιδεαλιστική φιλοσοφία»). Επιρρ. ιδεαλιστικώς και ά από ιδεαλιστική άποψη. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. idealiste «ιδεαλιστής, ιδεαλιστικός». Η λ. μαρτυρείται από το 1894 στην εφημερίδα… … Dictionary of Greek
Άνταμς, Τζορτζ Πλίμπτον — (George P. Adams, Νόρθμπορο, Μασαχουσέτη, 1882 – Γλασκόβη 1961). Αμερικανός ιδεαλιστής φιλόσοφος, καθηγητής στο πανεπιστήμιο της Καλιφόρνια. Κύριο σύγγραμμά του είναι Ο ιδεαλισμός και η σύγχρονη εποχή (1918) … Dictionary of Greek
Ζανέ, Πολ — (Paul Janet, 1823 – 1899). Γάλλος φιλόσοφος. Διετέλεσε για μεγάλο χρονικό διάστημα καθηγητής στο πανεπιστήμιο της Σορβόνης. Ιδεαλιστής ως προς τις απόψεις του, διακρίθηκε κυρίως ως δραστήριος επικριτής του θετικισμού και του υλισμού. Σύμφωνα με… … Dictionary of Greek
Μουνκ, Κάι — (Kaj Munk, Μαρίμπο 1898 – Χερμπιλούντε, Σίλκερμποργκ 1944). Λογοτεχνικό ψευδώνυμο του Δανού συγγραφέα Κάι Χάραλντ Λάινινγκερ Πέτερσον (Kaj Harald Leininger Peterson). Διαμαρτυρόμενος πάστορας σε μια μικρή ενορία της Γιουτλάνδης, ο Μ. – ως… … Dictionary of Greek
Όουεν, Ρίτσαρντ — (Richard Owen, Λάνκαστερ 1804 – Λονδίνο 1892). Άγγλος ζωολόγος, ανατόμος και παλαιοντολόγος. Διετέλεσε καθηγητής στο Βασιλικό Κολλέγιο Χειρούργων και στο διάστημα 1856 1883 εργάστηκε στο Βρετανικό Μουσείο. Μελέτησε κυρίως απολιθώματα από… … Dictionary of Greek
Πιρς, Κάρλ — (PeirceΑμερικανός ιδεαλιστής φιλόσοφος, μαθηματικός και φυσιοδίφης. Σπούδασε στο πανεπιστήμιο του Χάρβαρντ και στη συνέχεια εργάστηκε στον σταθμό γεωδαισίας της Ακτοφυλακής των ΗΠΑ. Διετέλεσε καθηγητής της λογικής, της ιστορίας και της φιλοσοφίας … Dictionary of Greek