ιδεαλιστής

ιδεαλιστής
ο
θηλ. ιδεαλίστρια
1. οπαδός του ιδεαλισμού: Οι ιδεαλιστές αρνούνται ότι το πνεύμα είναι προϊόν της ύλης.
2. ουτοπιστής, αυτός που επιδιώκει το ανέφικτο.
3. ιδεολόγος, αυτός που έχει θέσει ορισμένες αξίες πάνω από το υλικό συμφέρον.
4. οπαδός του ιδεαλισμού στην τέχνη.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ιδεαλιστής — ο θηλ. ιδεαλίστρια, η 1. ο οπαδός τού ιδεαλισμού 2. αυτός που πιστεύει σε ιδανικά και ρυθμίζει τις επιδιώξεις του ανάλογα με αυτά. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. είναι αντιδάνεια ως προς το θέμα της (ιδε ), πρβλ. γαλλ. idealiste < γαλλ. ideal (< λατ. ide… …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …   Dictionary of Greek

  • εμπειρισμός — Φιλοσοφική θεωρία που δέχεται ότι πηγή κάθε γνώσης και κριτήριο της αλήθειας είναι η εμπειρία και τα άμεσα δεδομένα της, ενώ απορρίπτει την ιδέα ότι η γνώση μπορεί να καθοριστεί με αφετηρία την ανάλυση των λογικών κατηγοριών και μόνο. Έτσι,… …   Dictionary of Greek

  • ιδέα — Φιλοσοφική έννοια. Κατά την πρωταρχική της έννοια σημαίνει την ορατή μορφή, την όψη. Κατ’ επέκταση, ο όρος αναφέρεται γενικά στη μορφή, στο είδος και στο γένος. Στην καθημερινή χρήση της, η λέξη ι. υπονοεί καθετί που υπάρχει στον ανθρώπινο νου… …   Dictionary of Greek

  • ιδεαλιστικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ιδεαλιστή ή στον ιδεαλισμό («ιδεαλιστική φιλοσοφία»). Επιρρ. ιδεαλιστικώς και ά από ιδεαλιστική άποψη. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. idealiste «ιδεαλιστής, ιδεαλιστικός». Η λ. μαρτυρείται από το 1894 στην εφημερίδα… …   Dictionary of Greek

  • Άνταμς, Τζορτζ Πλίμπτον — (George P. Adams, Νόρθμπορο, Μασαχουσέτη, 1882 – Γλασκόβη 1961). Αμερικανός ιδεαλιστής φιλόσοφος, καθηγητής στο πανεπιστήμιο της Καλιφόρνια. Κύριο σύγγραμμά του είναι Ο ιδεαλισμός και η σύγχρονη εποχή (1918) …   Dictionary of Greek

  • Ζανέ, Πολ — (Paul Janet, 1823 – 1899). Γάλλος φιλόσοφος. Διετέλεσε για μεγάλο χρονικό διάστημα καθηγητής στο πανεπιστήμιο της Σορβόνης. Ιδεαλιστής ως προς τις απόψεις του, διακρίθηκε κυρίως ως δραστήριος επικριτής του θετικισμού και του υλισμού. Σύμφωνα με… …   Dictionary of Greek

  • Μουνκ, Κάι — (Kaj Munk, Μαρίμπο 1898 – Χερμπιλούντε, Σίλκερμποργκ 1944). Λογοτεχνικό ψευδώνυμο του Δανού συγγραφέα Κάι Χάραλντ Λάινινγκερ Πέτερσον (Kaj Harald Leininger Peterson). Διαμαρτυρόμενος πάστορας σε μια μικρή ενορία της Γιουτλάνδης, ο Μ. – ως… …   Dictionary of Greek

  • Όουεν, Ρίτσαρντ — (Richard Owen, Λάνκαστερ 1804 – Λονδίνο 1892). Άγγλος ζωολόγος, ανατόμος και παλαιοντολόγος. Διετέλεσε καθηγητής στο Βασιλικό Κολλέγιο Χειρούργων και στο διάστημα 1856 1883 εργάστηκε στο Βρετανικό Μουσείο. Μελέτησε κυρίως απολιθώματα από… …   Dictionary of Greek

  • Πιρς, Κάρλ — (PeirceΑμερικανός ιδεαλιστής φιλόσοφος, μαθηματικός και φυσιοδίφης. Σπούδασε στο πανεπιστήμιο του Χάρβαρντ και στη συνέχεια εργάστηκε στον σταθμό γεωδαισίας της Ακτοφυλακής των ΗΠΑ. Διετέλεσε καθηγητής της λογικής, της ιστορίας και της φιλοσοφίας …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”